- ζειροφόρος
- ζειροφόρος, ον,A wearing a
ζειρά, Ἀΐδης Antim.88
.II ζειροφόρους· ζωνοφόρους, Hsch. (χων-cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζειρά, Ἀΐδης Antim.88
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζειροφόρος — ζειροφόρος, ον (Α) αυτός που φοράει ζειρά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζειρά + φορος < φέρω (πρβλ. ελπιδο φόρος, θανατη φόρος)] … Dictionary of Greek
ζειροφόρος — wearing a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειροφόρους — ζειροφόρος wearing a masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)